σχινόχωμα — σχινόχωμα, το και σκινόχωμα, το χώμα που προέρχεται από το σάπισμα των ριζών των σχίνων και χρησιμοποιείται στην ανθοκομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκινόχωμα — το, Ν βλ. σχινόχωμα … Dictionary of Greek